- συνθηματολογία
- η, Ν [συνθηματολογώ]1. η χρήση συνθημάτων («οι υποψήφιοι προσπαθούν με συνθηματολογία να προσελκύσουν ψηφοφόρους»)2. το σύνολο τών συνθημάτων3. επανάληψη φραστικών συνθημάτων χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο («οι οπαδοί του κατέφυγαν στη συνθηματολογία προκειμένου να τόν υποστηρίξουν»).
Dictionary of Greek. 2013.